- κνίσματα
- κνίσμαscratchesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνίσματ' — κνίσματα , κνίσμα scratches neut nom/voc/acc pl κνίσματι , κνίσμα scratches neut dat sg κνίσματε , κνίσμα scratches neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσμα — κνίσμα, τὸ (Α) [κνίζω] 1. στον πληθ. τὰ κνίσματα α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.) β) μτφ. έριδες, τσακωμοί 2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός 3. θραύσμα, τρίμμα … Dictionary of Greek